παρασόλι

παρασόλι
güneş şemsiyesi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρασόλι — το ομπρέλα για προφύλαξη από τον ήλιο, αλεξήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. para sole «αλεξήλιο»] …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • ομπρέλα — η (λ. ιταλ.), μέσο φορητό για την προφύλαξή μας από βροχή ή ήλιο, αλλ. παρασόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”